- Μηλιεύς
- Μηλιεύς, -έως, δωρ. τ. Μαλιεύς, ο, θηλ. Μηλίς, -ίδος (Α) [Μηλίς]1. ο κάτοικος τής θεσσαλικής χώρας Μηλίδος2. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μηλίδα, Μηλιακός, Μαλιακός («Μηλιεὺς κόλπος» ή «Μηλὶς λίμνη» — ο Μαλιακός κόλπος).
Dictionary of Greek. 2013.